αερομέλι

αερομέλι
το (Α ἀερόμελι, -ιτος)
μελιτώδες, κολλώδες και γλυκό έκκριμα τού εντόμου Coccus manniparus που παρασιτεί στα φυτά (φυτόψειρα). Άλλοτε τό χρησιμοποιούσαν συνήθως ως καθαρτικό. Σύμφωνα με το Ιστορ. Λεξ. Ακαδ. Αθ. πρόκειται για το «ἐκ τοῡ ἀέρος μέλι» τού Θεοφρ. (Απόσπ. 199), το αερόμελι ή δροσόμελι ή ὗον μέλι του Γαληνού (6, 739 έκδ. Kuhn), που παλαιότερα θεωρούσαν αλλά και μέχρι σήμερα πιστεύουν ότι είναι προϊόν τούαέρα. Από μερικούς ταυτίζεται με το μάννα τών Εβραίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀερόμελι < ἀὴρ + μέλι
ο καταβιβασμός τού τόνου κατά το απλό μέλι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”